Η ξαφνική απώλεια της δουλειάς του ενός εκ των δύο γονέων ή η μείωση των εσόδων, εκ των πραγμάτων γεννά αλλαγές στην καθημερινότητα μιας οικογένειας και κατ’ επέκτασιν των παιδιών.
Στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε αδυναμία του γονέα να προσφέρει τον ίδιο όγκο υλικών αγαθών στο παιδί του, σε αύξηση των «όχι» στις διαρκείς απαιτήσεις του, σε μείωση ή ακόμα και διακοπή συνηθειών που είχαν γίνει μέρος της ζωής του παιδιού, όπως ο κινηματογράφος, το λούνα παρκ και τα πολλά παιχνίδια.
Μία ακόμα όμως δυσάρεστη πραγματικότητα, με την οποία θα πρέπει να έρθει αντιμέτωπο το παιδί, είναι και η αλλαγή στην συμπεριφορά του γονιού, ο οποίος ξαφνικά έμεινε χωρίς δουλειά και η ψυχολογία του πέφτει στο ναδίρ. Η αλλαγή αυτή στη συμπεριφορά του γονέα μπορεί να μεταφράζεται σε πολλά νεύρα, τάσης απομόνωσης, ψυχρότητα ή στο χειρότερο σενάριο βίαιη συμπεριφορά.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το παιδί να υφίσταται ένα σοκ. Να μην αναγνωρίζει τον γονέα του, να νιώθει ξένο και ως μέρος του προβλήματος.
Ο συνδετικός κρίκος γονείς-δάσκαλοι-φίλοι είναι αυτός που με το σωστό χειρισμό συνθέτει το πέπλο προστασίας για το παιδί, ώστε να βιώσει με τον λιγότερο δυνατό ανώδυνο τρόπο αυτή τη δύσκολη κατάσταση, στην οποία έχουν περιπέσει οι περισσότερες οικογένειες στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τους ψυχολόγους τα κυριότερα ερωτήματα που θέτουν οι γονείς όταν τους επισκέπτονται είναι: «Πώς πρέπει να προσεγγίσω το παιδί μου, ώστε να το κάνω να αποδεχτεί τα νέα δεδομένα και αν είναι καλύτερο να μην του πω ακριβώς ποιο είναι το πρόβλημα γιατί ούτως ή άλλως δεν θα το καταλάβει».
Ο ψυχίατρος Γιάννης Κούρος, ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Εταιρεία Ψυχολογίας Ψυχιατρικής Ενηλίκων και Παιδιών (ΕΨΨΕΠ), ειδικευμένος στην Παιδοψυχολογία και στα Παιδαγωγικά, τονίζει ότι «τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν πράγματα ήδη από 3 ετών. Είναι δεδομένο ότι ένα παιδί δεν μπορείς να το έχεις κλεισμένο σε μία γυάλα και να του αποκρύπτεις την πραγματικότητα. Ειδικότερα σήμερα που με την τηλεόραση έχουν τόσες πολλές παραστάσεις και ένα βομβαρδισμό πληροφοριών και να θέλει κάποιος να το πράξει είναι σχεδόν αδύνατο».
Επισημαίνει ακόμη πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα πράγματα και τις εικόνες από έναν μεγάλο, αλλά δεν ζουν σε μία ουτοπία. «Έτσι κι αλλιώς ως μέλος συμμετέχει στη ζωή της οικογένειας, οπότε βιώνει τα πάντα με άμεσο τρόπο», λέει.
Και προσθέτει: «Επομένως λέμε αναμφίβολα ναι στην γνωστοποίηση του προβλήματος, σχετικά με τα νέα οικονομικά ισχύοντα της οικογένειας, λέμε όμως όχι στην τραγικοποίηση της κατάστασης. Πρέπει να καλλιεργείται από τους γονείς η ελπίδα και να τονίζεται ότι θα ξαναφτιάξουν τα πράγματα. Δεν πρέπει να μπαίνουν στο μυαλό του παιδιού αρνητικές σκέψεις γιατί τότε αυτό δημιουργεί ένα ντόμινο κακών συμπεριφορών και ψυχολογικών προβλημάτων».
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι προφανές ότι καθοριστικό ρόλο έχει πρωτίστως η προσαρμογή του γονέα στα νέα δεδομένα για να μην μεταβιβάζει την αρνητική ενέργεια στο παιδί του, αλλά και για να αποτελεί ένα καλό παράδειγμα. Στην όλη προσπάθεια προσαρμογής των παιδιών, σημαντικός είναι και ο ρόλος των δασκάλων που έρχονται σε καθημερινή επαφή με τους μαθητές τους.
«Πίσω από τις πολλές δυσκολίες που επιφέρει η οικονομική κρίση υπάρχει και μία θετική πλευρά που πρέπει να της δοθεί σημασία. Είναι μία καλή ευκαιρία για όποιον έρχεται σε επαφή με παιδιά να τους μεταδώσει αξίες και αρχές, όπως η ολιγάρκεια, η μη σπατάλη, η υποτίμηση της σπουδαιότητας των υλικών αναγκών, η αποταμίευση που είχαμε ξεχάσει τι είναι, αλλά και της αλληλοβοήθειας», τονίζει ο ψυχολόγος και προσθέτει: «Εδώ υπεισέρχεται και ο ρόλος του δασκάλου, όταν βλέπει στο σχολείο φαινόμενα απομονωτισμού των παιδιών που ξαφνικά δεν μπορούν να αγοράσουν ούτε ένα κουλούρι από το κυλικείο».
Στα μεγαλύτερα παιδιά του γυμνασίου και του λυκείου τα πράγματα είναι φαινομενικά πιο εύκολα γιατί πρόκειται για μεγάλους ανθρώπους. Ωστόσο επειδή σε αυτήν την περίπτωση ενυπάρχει η εφηβεία επιβάλλεται μία τακτική συζήτηση μαζί τους γιατί σε αυτήν την ηλικία υφίσταται η τάση μεγαλοποίησης των προβλημάτων.
«Ένας έφηβος εάν βρίσκεται σε μία παρέα και ξαφνικά είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στα οικονομικά σε σχέση με τα αλλά παιδιά αποκτά συμπλέγματα και τάσεις μελαγχολίας. Η επικοινωνία και η υπερτόνιση της προσωρινότητας του προβλήματος είναι και σε αυτή την περίπτωση η σωστότερη αντιμετώπιση», συστήνει ο κ. Κούρος.
Η Μάρα Ανθοπούλου, δασκάλα σε δημοτικό σχολείο της Αθήνας, με πολυετή παρουσία στην εκπαίδευση μεταφέροντας την εμπειρία της.
«Είναι γεγονός ότι η συμπεριφορά των παιδιών το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει αλλάξει προς το δυσμενέστερο. Δηλαδή έχουν γίνει πολύ πιο επιθετικά, πιο απείθαρχα, πιο ευερέθιστα και ως άμεση προέκταση πιο βίαια. Αναφέρομαι σε βία όχι σωματική, αλλά κυρίως λεκτική και κατά βάση στις μεταξύ τους σχέσεις», τονίζει και προσθέτει πως «είναι βέβαιο ότι αυτή η συμπεριφορά εκπορεύεται από τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η οικογένεια τους, τις οποίες τις βιώνουν στην πράξη. Για παράδειγμα τα παιδάκια των μικρότερων τάξεων έρχονται και μας λένε ότι «δεν μπορούμε να έρθουμε στην εκδρομή γιατί δεν έχουμε χρήματα». Τα πιο μεγάλα παιδιά της έκτης τάξης όχι μόνο καταλαβαίνουν τι βιώνει η χώρα μας, αλλά κάνουν και αναφορές για ΔΝΤ ή εκστομίζουν εκφράσεις όπως «λεφτά υπάρχουν» και άλλα σχετικά».
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα που παρουσιάζεται, σύμφωνα με την δασκάλα, έχει να κάνει με την πολυπολιτισμικότητα στα σχολεία. «Το ελληνόπουλο, ο γονέας του οποίου έχασε τη δουλειά του, κατηγορεί τον συμμαθητή του που είναι από άλλη χώρα, ότι του την πήρε ο δικός του γονέας. Εμείς ως εκπαιδευτικοί προσπαθούμε, παρά την απαξίωση του λειτουργήματος που ασκούμε, να κάνουμε το καθήκον μας και να είμαστε κοντά στα παιδιά, να συζητάμε μαζί τους και να τα στηρίζουμε», επισημαίνει η κ. Ανθοπούλου.
Η νηπιαγωγός Βασιλική Τσιμπούρη, έρχεται σε επαφή με ακόμα μικρότερα παιδιά, τονίζει ότι «σίγουρα τα παιδάκια σε αυτήν την ηλικία δεν αντιλαμβάνονται άμεσα πολλά πράγματα, όμως κι εμείς από τη μεριά μας προσπαθούμε να τους μάθουμε να ξεχωρίζουν τα σημαντικά και τα αναγκαία και να αποδέχονται το «όχι» ως μέρος της ζωής. Τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία μπορούν να μάθουν κάποια πράγματα τα οποία θα τους φανούν χρήσιμα, καθώς θα έχουν διαπαιδαγωγηθεί σωστά και θα έχουν τις βάσεις να υπομένουν και τα δυσάρεστα, αλλά και να μάχονται να τα αντιμετωπίζουν».
Μέγιστος είναι ο ρόλος των γονέων στην καλύτερη δυνατή αποδοχή των παιδιών της νέας οικονομικής πραγματικότητας που βιώνουν οι ελληνικές οικογένειες, όπως τόνισε και ο κ. Κούρος.
Η Ελίζα Παυλοπούλου, μητέρα της 7χρονης Τερέζας, μεταφέρει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει την κόρη της πάνω στο θέμα της κρίσης.
«Όπως όλοι σχεδόν σήμερα έτσι και εμείς έχουμε αλλάξει τις συνήθειες μας και εκ των πραγμάτων και η μικρή στερείται από κάποια αγαθά τα οποία είχε μάθει ως δεδομένα», λέει και προσθέτει ότι «της μιλούσα και της μιλάω για την κατάσταση, της λέω ότι επειδή αυτή την εποχή η Ελλάδα δεν έχει πολλά λεφτά έτσι κι εμείς δεν έχουμε σήμερα πολλά χρήματα. Μπορώ να πω ότι έχει αρχίσει και καταλαβαίνει, καθώς ζητάει όλο και λιγότερα. Έρχεται μάλιστα σχεδόν κάθε μέρα και ρωτάει, «σήμερα μήπως έχουμε πιο πολλά λεφτά»; Ακόμα μου ζητάει αν μπορώ να της δώσω για το σχολείο λίγα περισσότερα για να δώσει σε κάποια παιδάκια που δεν έχουν καθόλου!».
Η Νατάσα και η 16χρονη κόρη της Νάνση βιώνουν μαζί την κρίση. «Η κόρη μου πλέον δεν είναι μικρό κοριτσάκι, είναι σχεδόν ένα ενήλικο άτομο και αντιλαμβάνεται πλήρως τι συμβαίνει στη χώρα μας τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και πρακτικά», λέει η κ. Νατάσα και συνεχίζει: «Όσες περικοπές έχω αναγκαστεί να κάνω τις κατανοεί πλήρως και με βοηθάει περιορίζοντας και τις δικές της απαιτήσεις. Προσπαθώ ειλικρινά να τις στερώ όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα και αυτό είναι κάτι που το βλέπει και το αναγνωρίζει. Μάλιστα λέει «μακάρι να μπορούσα να εργαστώ και εγώ και να συνεισέφερα στον οικονομικό προϋπολογισμό της οικογένεια»».
Η Νάνσυ από την πλευρά της σημειώνει: «Ασφαλώς και μπορώ να αντιληφθώ ότι περνάμε δύσκολη περίοδο, το βιώνω άλλωστε τόσο στο σπίτι μου όσο και στην παρέα μου. Όλες οι φίλες μου, όπως κι εγώ, έχουμε αλλάξει πολλά στην καθημερινότητα μας, βγαίνουμε λιγότερο και κοιτάμε με τα χρήματα που έχουμε στα χέρια μας να περνάμε όσο το δυνατόν περισσότερες μέρες. Μαζευόμαστε πλέον σε κάποιο σπίτι και βλέπουμε DVD τα περισσότερα Σάββατα, ενώ μέχρι πρόσφατα βγαίναμε για καφέ ή σινεμά. Τα κάνουμε αυτά και σήμερα αλλά λιγότερο συχνά γιατί απλά δεν έχουμε για περισσότερο. Ελπίζω να διορθωθούν τα πράγματα και να μην ζήσω το μέλλον μου μέσα σε τόση μιζέρια».
Πηγη:www.pekp.gr